ορθογώνιος

ορθογώνιος
Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες ευθείες)· 2) ο. τρίγωνο (κάθε τρίγωνο με μια γωνία ορθή)· 3) ο. παραλληλόγραμμο (κάθε παραλληλόγραμμο με τις γωνίες του ορθές)· 4) ο. παραλληλεπίπεδο (κάθε παραλληλεπίπεδο με τις στερεές του γωνίες τρισορθογώνιες)· 5) ο. διανύσματα: ένα. λέγεται ο. με ένα διάνυσμα, εάν και μόνο το εσωτερικό τους γινόμενο είναι ίσο με το 0· 6) ο. βάση: ονομάζεται έτσι η βάση ενός διανυσματικού χώρου, που τα διανύσματα της είναι ανά δύο κάθετα· 7) ο. συναρτήσεις: αν f1, f2, ..., fκ είναι πραγματικές συναρτήσεις της μεταβλητής x, ορισμένες σε ένα διάστημα με άκρα του α, β και ολοκληρώσιμες, θα λέμε ότι αποτελούν ένα ο. σύστημα συναρτήσεων (είτε ότι είναι: ο. συναρτήσεις), εάν και μόνον ισχύει: για κάθε μ και ν = 1, 2,...., κ και μ ≠ ν· 8) ο. τροχιά μιας οικογένειας (F) από καμπύλες· ονομάζεται έτσι κάθε καμπύλη, που τέμνει τις καμπύλες της οικογένειες (F) κατά ορθή γωνία την κάθε μία· 9) ο. μετασχηματισμός·ένας γραμμικός μετασχηματισμός της μορφής: που αφήνει αναλλοίωτη την τετραγωνική μορφή: ενός τέτοιου μετασχηματισμού ο πίνακας είναι ένας ο. πίνακας). Η ορθή αναφορά μετριέται σε ώρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά από το σημείο γ, κατά την ορθή φορά, ως το σημείο όπου τέμνει τον ισημερινό ο ωριαίος κύκλος του αστέρα. Για το σημείο Α1 είναι: a = (γΒ1) και για το A2: a = γΒ1ΕΕ’Β2.
* * *
-α, -ο (Α ὀρθογώνιος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή
β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο τού οποίου οι πλευρές είναι ανά δύο κάθετες μεταξύ τους)
2. το ουδ. ως ουσ. το ορθογώνιο(ν)
τετράπλευρο τού οποίου οι τέσσερεις γωνίες είναι ορθές.
επίρρ...
ορθογωνίως και -α (Α ὀρθογωνίως)
κατά τρόπο ορθογώνιο, κατά ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -γώνιος (< γωνία), πρβλ. οξυ-γώνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορθογώνιος — α, ο 1. αυτός που έχει ορθές γωνίες: Ορθογώνιο τρίγωνο. 2. ως ουσ., ορθογώνιο, το τετράπλευρο με τις 4 γωνίες ορθές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθογωνίζω — [ορθογώνιος] μετατρέπω ένα σχήμα σε ορθογώνιο, για να μπορεί να υπολογιστεί ευκολότερα το εμβαδόν του …   Dictionary of Greek

  • Ортогональность — В Викисловаре есть статья «ортогональность» …   Википедия

  • ortogonio — ► adjetivo GEOMETRÍA Se aplica al triángulo que tiene recto uno de sus ángulos. * * * ortogonio (del lat. «orthogonĭus») adj. V. «triángulo ortogonio». * * * ortogonio. (Del lat. orthogonĭus, y este del gr. ὀρθογώνιος). □ V. triángulo ortogonio …   Enciclopedia Universal

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • αρτιογώνιος — ἀρτιογώνιος, ον (Α) αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο (< άρτιος) + γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)] …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”